- χοντροχωριάτης
- οο άξεστος χωρικός, χωριάτης πρόστυχος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χοντροχωριάτης — ο, Ν άξεστος χωριάτης … Dictionary of Greek